- υρράδιος
- Α(κατά τον Ησύχ.) α) «προγονίος ἢ ἄδοξος»β) ως κύριο όν. ὁ Ὑρράδιοςο γιος τού Ὕρρα, δηλαδή ο Πιττακός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το όν. Ὑρράδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρράδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «νόθος, μικτός, είκαῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑρ(ρ)άξ μίγδην, ἀναμίξ (πρβλ. και ὑρράδιος) και εμφανίζει προθετικό σ ] … Dictionary of Greek